λωτούς

λωτούς
λωτός
clover
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λωτοτρόφος — λωτοτρόφος, ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που είναι εύφορος σε λωτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + τρόφος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • λωτοφαγία — λωτοφαγία, ἡ (Α) [λωτοφάγος] 1. το να τρέφεται κανείς με λωτούς 2. ως κύριο όν. ἡ Λωτοφαγία πιθ. ονομασία τής χώρας τών μυθικών Λωτοφάγων, τής χώρας που οι κάτοικοι της τρέφονταν με λωτούς …   Dictionary of Greek

  • λωτόεις — λωτόεις, εσσα, εν (Α) κατάφυτος από λωτούς («πεδία λωτοῡντα» πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ άλλους, θαλερές πεδιάδες, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + κατάλ. όεις, (πρβλ. αστερ όεις, κριν όεις)] …   Dictionary of Greek

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Λωτοφαγίτις — Λωτοφαγῑτις, ἡ (Α) [λωτοφάγος] επίθ. χώρα στην οποία κατοικούσαν άνθρωποι που τρέφονταν με λωτούς («ἡ μικρά σύρτις, ἣν καὶ Λωτοφαγῑτιν σύρτιν λέγουσιν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • κεροβόας — κεροβόας, ο (Α) αυτός που ηχεί σαν κέρας («λωτούς κεροβόας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + βόας (< βοῶ), πρβλ. νυκτι βόας, χαλκο βόας] …   Dictionary of Greek

  • λωτίζομαι — (Α) [λωτός] 1. κόβω λωτούς, άνθη λωτών 2. μτφ. εκλέγω το άριστο για ευχαρίστησή μου 3. (το ενεργ.) (κατά τον Ησύχ.) «λωτίζειν ἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν» …   Dictionary of Greek

  • λωτοβοσκός — λωτοβοσκός, όν και λωτόβοσκος, ον (Α) αυτός που τρέφεται με λωτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + βοσκός] …   Dictionary of Greek

  • λωτοφάγος — ο (Α λωτοφάγος, ον) 1. αυτός που τρέφεται με λωτούς 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Λωτοφάγοι αρχαίος μυθικός ειρηνικός και φιλόξενος λαός που κατοικούσε στις ακτές τής βόρειας Αφρικής, κάπου στην περιοχή τής Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή… …   Dictionary of Greek

  • λωτοφαγώ — λωτοφαγῶ, έω (Α) [λωτοφάγος] τρώω λωτούς, τρέφομαι με καρπούς τού δένδρου λωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”